- επεντείνω
- ἐπεντείνω (Α)1. εντείνω τις δυνάμεις μου, βάζω τα δυνατά μου («μὴ νῡν ἀνῶμεν, ἄλλ' ἐπεντείνωμεν ἀνδρικώτερον», Αριστοφ.)2. (για διάδοση) εξαπλώνομαι («φήσει τὸ πρᾱγμα βοᾱσθαι γὰρ ἐν τῆ πόλει καὶ λόγον ἐπεντείνειν», Θεόφρ.)3. μέσ. τεντώνομαι («ἐπενταθεὶς ἤρεισε πλευραῑς μέσσον ἔγχος» — αφού τεντώθηκε, στήριξε την αιχμή τού ξίφους στα πλευρά του, ακούμπησε με πίεση τα πλευρά του στην αιχμή τού ξίφους, Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.